- περιτέμνω
- ΝΜΑ και περιτάμνω Α1. τέμνω γύρω γύρω, κόβω ολόγυρα2. ενεργώ, κάνω περιτομήαρχ.1. (σχετικά με αμπέλια) κλαδεύω2. αποκόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω5. μτφ. αποβάλλω, χάνω («πᾱσαν... περιταμνόμενον σοφίαν», Ευρ.)6. μέσ. περιτέμνομαια) προκαλώ εντομές, προξενώ εγκοπές σε διάφορα μέρηβ) υφίσταμαι περιτομήγ) περιορίζω αποκόβοντας, αποχωρίζω7. παθ. α) αποχωρίζομαι8) (για ψάρι) κατατεμαχίζομαι, πετσοκόβομαι.
Dictionary of Greek. 2013.